Συμπεριφορά
Τρόποι Συμπεριφοράς στην αρχαία Ελλάδα
Σύμφυτων τοις ανθρώπους μιμείσθε
Αριστοτέλης
Στην αρχαιότητα η αρχή της ημέρας συνέπιπτε με την ανατολή του ήλιου και το πέρας με τη δύση. Ο ρήτορας Αισχίνης σε λόγο του αναφέρει έναν νόμο της Αθήνας που απαγόρευε στους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους έξω από το σπίτι πριν από την αυγή και τόνιζε ότι αυτά έπρεπε να μαζεύονται στο σπίτι τους πριν δύσει ο ήλιος.
Ο αρχαίος 'Έλληνας περνούσε σχεδόν όλη την ήμερα έξω από το σπίτι, αφού βεβαίως έκανε την απαραίτητη προετοιμασία πριν βγει: έπλενε το πρόσωπο και τα χέρια του και έτρωγε ένα λιτό πρωινό αποτελούμενο από λίγα κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερωμένο κρασί.
Εθεωρείτο σπάνιο έως παράδοξο ένας ελεύθερος πολίτης να τεμπελιάζει στο σπίτι κατά τη διάρκεια της ημέρας, εκτός εάν ήταν ασθενής. Κατά την έξοδο του πολίτη από το σπίτι τον συνόδευαν ένας ή δύο δούλοι, αναλόγως της οικονομικής του καταστάσεως. Προορισμός του ήταν η αγορά, που δεν ήταν μόνον εμπορικό κέντρο όπως σήμερα, άλλα πολιτικό και θρησκευτικό.
Όλες τις αγορές της έκανε ο άνδρας. Η γυναίκα στην αρχαιότητα δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριες της. Εξαίρεση αποτελούσαν oι πολύ φτωχές ή οι άνω των πενήντα ετών, οι όποιες δεν υπόκειντο στον κατ' οίκον περιορισμό.
Στους αρχαίους Έλληνες, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, δεν άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα οι Αθηναίοι το κατέκριναν. Αλλά δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν εθεωρείτο αξιοπρεπές για έναν άνδρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν εθεωρείτο ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο.
Δικαίωμα εξόδου είχαν οι νυμφευμένες γυναίκες, που πήγαιναν περιπάτους ή επισκέψεις, καθώς και οι ανύμφευτες, μόνον εάν συνοδεύονταν από μια δούλη ή από τους γονείς τους ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Στους γάμους, τις κηδείες και τις θρησκευτικές τελετές οι γυναίκες συμμετείχαν ελεύθερα.
Προσφιλής τόπος συζητήσεων στην αγορά ήταν τα κουρεία. Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. «Πώς θέλετε να σας κουρέψω;» ρώτησε ο κουρέας τον Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. «Χωρίς πολλές κουβέντες» απάντησε ο Βασιλιάς.
Η χειραψία περιορίζονταν μόνο στις ορκωμοσίες και τους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνήθης τρόπος χαιρετισμού ήταν με μια κίνηση του χεριού και τη φράση Χαίρε ή Υγίαινε.
Η βάση της αμφιέσεως ήταν ο χιτώνας. Πάνω από τον χιτώνα φορούσαν το ιμάτιο -ένα είδος μανδύα- ή τη χλαμύδα. Αποτελεί πλάνη η άποψη ότι τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ήταν λευκά όπως οι κίονες των ναών. Αντιθέτως, ήταν πολύχρωμα με προτίμηση στο κόκκινο, το πορφυρό των Βυζαντινών, το πράσινο ανοιχτό, το κυανούν. Οι άνδρες θεωρούσαν ότι το κίτρινο ταιριάζει πιο πολύ στις γυναίκες, διότι τους θύμιζε τα πτηνά. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον ανδρικό. Επρόκειτο για ένα απλό, μακρύ υποκάμισο που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στον θώρακα ή στους γοφούς. Οι άκρες του γυναικείου χιτώνα στερεώνονταν με μια πόρπη από τον δεξιό ώμο ή δένονταν σε φιόγκο επάνω στο στήθος. Η μόδα άλλαζε, όπως και σήμερα, το άκρον άωτον όμως της κομψότητας παρέμενε το ίδιο: ήταν ο τρόπος που εντέχνως δημιουργούσαν τις πτυχώσεις του ίδιου κομματιού υφάσματος. (Κάτι ανάλογο γίνεται και σήμερα με τις πτυχώσεις του σκωτσέζικου kilt). Σε γενικές γραμμές πάντως, τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ήταν ομοιόμορφα και πρακτικά.
Οι γυναίκες φορούσαν κοσμήματα (βραχιόλια, δακτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια, διαδήματα) και οι άνδρες δακτυλίδια-σφραγίδες.Η τελευταία λέξη της μόδας στην κλασική εποχή ήταν το ραβδί για τους άνδρες.
Μεγάλη σημασία έδιναν στην κόμμωση, της οποίας η μόδα άλλαζε επίσης. Επί παραδείγματι οι άνδρες τον 6° αιώνα π.Χ. είχαν μακρούς βοστρύχους, οι όποιοι έγιναν πιο κοντοί μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Ο Λυκούργος υποστήριζε ότι τα μακριά μαλλιά κάνουν τον όμορφο άνδρα να φαίνεται ωραιότερος και τον άσχημο να φαίνεται πιο αποκρουστικός. Γενικώς, στην κλασική Αθήνα η μακριά και περιποιημένη κόμη ήταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής και συχνά ολιγαρχικών πολιτικών αντιλήψεων και φιλολακωνικών αισθημάτων.
Οι άνδρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους, είτε για να τα κάνουν πιο ανοικτά είτε για να κρύψουν τη λευκότητά τους. Είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσαν ειδικό λάδι με αρωματικές ουσίες για την περιποίηση των μαλλιών τους. Οι κυρίες χρησιμοποιούσαν κρέμες για να ασπρίζουν τα μάγουλά τους, διότι το χλωμό πρόσωπο ήταν πρότυπο ομορφιάς τη διάρκεια της νύκτας.
Χρησιμοποιούσαν επίσης ψιμύθια και βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Η ελληνική λέξη για το μακιγιάζ είναι ψιμυθίασις. Σε ανασκαφές βρέθηκαν εργαστήρια με καθρέπτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και δοχεία με κρέμες.
«Μια μέρα πρόσεξα ότι η γυναίκα μου είχε καλλωπισθεί. Είχε τρίψει με λευκό μόλυβδο το πρόσωπο, για να κάνει τη χροιά του δέρματός της να φαίνεται πιο χλωμή απ’ όσο πραγματικά ήταν, είχε βάλει ρουζ στα μάγουλά της για να φαίνονται πιο ροδαλά απ’ όσο πραγματικά ήταν και φορούσε παπούτσια με τακούνια, ώστε να φαίνεται πιο ψηλή απ’ όσο πραγματικά ήταν» σημειώνει χαρακτηριστικώς ο συγγραφέας Ισχόμαχος.
Στο σπίτι οι αρχαίοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Στο δρόμο όμως φορούσαν υποδήματα, είτε σανδάλια είτε αρβύλες. Ο φιλόσοφος Σωκράτης προτιμούσε να περπατά πάντοτε ξυπόλητος παρ’ ότι οι δρόμοι των Αθηνών δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους.
Οι αρχαίοι 'Έλληνες στίλβωναν τα υποδήματά τους με σφουγγάρι. Σχετικώς με το στίλβωμα έφθασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: Ένας Αθηναίος συναντήθηκε στον δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ’ αυτό συμπέρανε ότι ο φίλος του αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να στιλβώνει μόνος του τα υποδήματά του, διότι ένας δούλος δεν θα του τα στίλβωνε ποτέ τόσο καλά.
Το πρώτο καθήκον της συζύγου ήταν να δώσει απογόνους, κατά προτίμηση άρρενες. Η τεκνοποιΐα ήταν τόσο σημαντική, ώστε στη Σπάρτη ήταν αποδεκτό να δανείζει τη γυναίκα του ένας σύζυγος σε έναν άλλο άνδρα, προκειμένου αυτός να την καταστήσει έγκυο. Ο λόγος ήταν ότι ήθελαν να γεννιούνται περισσότεροι γενετικά ανώτεροι άνδρες.
Η λέξη εταίρα σημαίνει κυριολεκτικώς θηλυκός σύντροφος. Ήταν οι μόνες γυναίκες που επιτρέπονταν να συμμετέχουν στα συμπόσια και οι μόνες που διέθεταν παιδεία ισότιμη με αυτήν των ανδρών.
Πολλά έχουν γραφεί για τις ερωτικές προτιμήσεις των αρχαίων Ελλήνων. Οι ίδιοι έκαναν σημαντική διάκριση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και ετεροφυλοφιλίας. Θεωρούσαν προσβλητικές και ανώμαλες τις σχέσεις μεταξύ ανδρών αλλά και μεταξύ γυναικών, καθώς διαστρέβλωναν την διαπαιδαγώγηση των νέων. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες σκοτώνονταν ή γίνονταν ανθρωποθυσίες στους Δελφούς, κυρίως πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί όταν υπήρχε υπερπληθυσμός στη Γαία και οι Θεοί ήθελαν να εκδικηθούν τους θνητούς για την ασέβειά τους. Έτσι τα παιδιά των άθεων και των προβληματικών γινόντουσαν ομοφυλόφιλα για να δημιουργηθεί κοινωνική προστριβή και να μειωθεί ο πληθυσμός της ανθρωπότητας από τα λιγότερα τέκνα. Οι ομοφυλόφιλες γυναίκες συνηθίζονταν να ξυλοκοπούνται προκειμένου να επανέλθουν στο φυσιολογικό τους ρόλο και να βρουν κάποιο σύζυγο. Γενικότερα η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ψυχασθένεια και οι άρρωστοι στρατεύσιμοι απαγορεύονταν να ορκιστούν στον Ιερό βράχο της Ακροπόλεως.
Παράδειγμα προς αποφυγή ήταν ο Ιερός Λόχος των αρχαίων Θηβών, ο όποιος αποτελούνταν από ζεύγη ανδρών-εραστών. Στη Βοιωτία που υπήρχε ασέβεια από τους Βασιλείς και οι γυναίκες τους ήταν πρόστυχες οι Θεοί είχαν δώσει αρνητική ενέργεια και κακό. Έτσι όταν οι Ιερολοχίτες πολεμούσαν τα Κρόνια Γένη που έβγαιναν από τις υπόγειες σήραγγες της Βοιωτίας κάποιοι αρχηγοί τους είχαν την ιδέα να μην ξεκουράζουν ούτε να αντικαθιστούν τους στρατιώτες τους στη μάχη. Αργότερα καθώς οι στρατεύσιμοι είχαν μεγάλο χρονικό διάστημα μακρυά από τις γυναίκες και τις οικογένειές τους οι αρχηγοί τους, τους επέτρεψαν να γίνουν ομοφυλόφιλοι. Έτσι ο καθένας προσπαθούσε να προστατεύσει τον αγαπημένο του, αλλά και ντρεπόταν να φανεί δειλός στα μάτια του. Σύμφωνα πάντως με άλλη άποψη, επειδή οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών συνέβαλλαν στη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών κατά τη διάρκεια της μάχης, ήταν πιο διαδεδομένες στις δωρικές περιοχές, των οποίων οι πληθυσμοί είχαν πιο φιλοπόλεμο πνεύμα. Στην πραγματικότητα όμως η ομοφυλοφιλία έκανε τους άντρες στρατιωτικούς θηλυπρεπείς και ευαίσθητους με αποτέλεσμα να αποθνήσκουν γρηγορότερα καθώς η ερωτική τους συνήθεια άλλαζε την ψυχοσυνθεσή τους και οι στρατιωτικοί φοβόντουσαν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ακόμη και σήμερα στους θνητούς, όπου οι άντρες όταν μείνουν μεγάλο χρονικό διάστημα αναμεταξύ τους, σκέφτονται την ομοφυλοφυλία.
Στα θετικά ωστόσο, οι γάμοι ήταν μόνο των φυσιολογικών ζευγαριών. Γίνονταν με συστάσεις και ήταν προσυμφωνημένοι, με βασικό κριτήριο τα συναισθήματα των μελλονύμφων. Η προίκα ήταν επίσης βασικό προτέρημα. Χωρίς αυτήν ένα κορίτσι κινδύνευε να τελειώσει τη ζωή του «ανύπανδρο και άτεκνο».
Σε περίπτωση διαζυγίου, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα άθικτη στον πατέρα της γυναίκας του, και μάλιστα επαυξημένη κατά 18%. Η πληροφορία ωστόσο είναι ανεπιβεβαίωτη και είχε να κάνει με την ηλικία της κόρης που θα επέστρεφε στην πατρική της οικία.
Σύμφωνα με τον Σόλωνα η ιδανική ηλικία για να νυμφευτεί ένας άνδρας ήταν μεταξύ 27 και 34 ετών. Για τις γυναίκες ήταν τα μεσαία χρόνια της εφηβείας τους, συνήθως μεταξύ 12 και 16 ετών.
Η πρώτη τελετή του γάμου ήταν ο αρραβώνας, όπου δεν ήταν υποχρεωτική η παρουσία της νύφης. Εκεί παρουσία μαρτύρων, υπογράφονταν το συμβόλαιο του γάμου.
Υπήρχε ειδικός μήνας για τους γάμους, ο Γαμηλιών. Την ημέρα του γάμου η νύφη έκανε ένα τελετουργικό λουτρό με νερό, με ένα ειδικό αγγείο, τον λουτροφόρο. Μετά την τελετή ακολουθούσε γιορτή στο σπίτι του πατέρα της νύφης.
Στους προσκεκλημένους προσφέρονταν γλυκίσματα από σουσάμι.
Η πρώτη νύχτα του γάμου περιελάμβανε έναν ύμνο, το επιβαλάμιον (ένν. άσμα), που έψαλλαν οι συγγενείς έξω από το νυφικό δωμάτιο, τον θάλαμον. Αργότερα επί χριστιανισμού οι ύμνοι και τα ευλογημένα τραγούδια γύρω από το νυφικό κρεββάτι χαρακτηρίστηκαν ότι είχαν σκοπό να καλύψουν τις κραυγές της νύφης από την άρση της παρθενίας της.
Η πολυγαμία στην αρχαιότητα αποτελούσε θεμελιώδη αρχή της κοινωνίας, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους αρχαίους Έλληνες να έχουν και εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις με πόρνες ή με δούλες. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τις γυναίκες. Εάν ένας άνδρας συνελάμβανε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με τον εραστή της, είχε το δικαίωμα να τον σκοτώσει χωρίς να τιμωρηθεί. Αυτό ακριβώς ισχυρίστηκε ότι έπραξε και ένας Αθηναίος ο οποίος κατηγορήθηκε για τον φόνο του εραστή της γυναίκας του και απολογούμενος εκφώνησε τον περίφημο «Κατά Ερατοσθένους» λόγο που έγραψε για λογαριασμό του ο Λυσίας.
— Ενώ όμως οι νομοθέτες προστάτευαν τον γάμο ως θεσμό, οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν μάλλον μισογύνηδες. Ο Σωκράτης επί παραδείγματι, υποστήριζε ότι «η γυναίκα είναι ένα δυσβάστακτο φορτίο» και ο Διογένης ο Κυνικός στην ερώτηση «πότε πρέπει να νυμφευόμεθα» απαντούσε «οι μεν νέοι ουδέποτε, οι δε πρεσβύτεροι ουδεπώποτε», δηλαδή ποτέ των ποτών.
— Η αγωγή των παιδιών απασχολούσε ιδιαιτέρως τους αρχαίους. Ο Πλάτων υποστήριζε ότι τα παιδιά μέχρι το δέκατο έτος πρέπει να ασχολούνται με τη γυμναστική και μετά από αύτη την ηλικία με τα γράμματα. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι μέχρι τα πέντε τους χρόνια τα παιδιά δεν πρέπει να παρακολουθούν μαθήματα ούτε να κουράζονται σωματικώς, διότι εμποδίζεται η ανάπτυξή τους.
— Πριν από τον 5° αιώνα π.Χ. η εκπαίδευση και η ανατροφή των παιδιών ανατίθονταν σε ιδιωτικούς παιδαγωγούς, άλλα αργότερα λειτούργησαν σχολεία. Στην Αθήνα πάντως ήταν σπάνιο παιδιά ελεύθερων πολιτών να είναι αγράμματα. Η σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στη μόρφωση των παιδιών τους φαίνεται και από το εξής περιστατικό: Όταν οι Πέρσες πλησίαζαν και επρόκειτο να καταλάβουν την Αθήνα, οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη και μετέφεραν τα γυναικόπαιδα στην Τροιζήνα. Εκεί, το πρώτο πράγμα για το όποιο φρόντισαν ήταν να βρουν δασκάλους για τα παιδιά τους.
— Στο σπίτι ο παιδαγωγός δίδασκε το αγόρι καλούς τρόπους: ένα παιδί δεν επιτρεπόταν να συζητά με μεγάλους ή να γελά με χάχανα, δεν ήταν ωραίο να κάθεται με σταυρωμένα πόδια ή με το ένα πόδι επάνω στο άλλο ούτε να στηρίζει στα χέρια το πηγούνι του.
— Στη Σπάρτη οι παραμάνες δίδασκαν τα παιδιά να αποφεύγουν κάθε θόρυβο όταν έτρωγαν, να μη φοβούνται το σκοτάδι, να μην κλαίνε ούτε να τσιρίζουν και να μην εκδηλώνουν θυμό ή ξέσπασμα νεύρων. Επίσης τους μάθαιναν να παραμερίζουν όταν περνούσαν οι μεγαλύτεροι τους στον δρόμο και να σηκώνονται όταν αυτοί έμπαιναν σε μια αίθουσα.
— Στην Αθήνα η διστακτικότητα ήταν μια αρετή πάρα πολύ ταιριαστή στη νεότητα. Μπροστά σε ηλικιωμένους, ο νέος έπρεπε να σιωπά, να απαντά μόνο αν τον ρωτούσαν, αλλά και τότε χαμηλοφώνως. Το να μιλά κάνεις δυνατά εθεωρείτο έλλειψη αγωγής, ιδιαιτέρως αξιοκατάκριτη για τους έφηβους και τη νεολαία. Σ’ αυτό το σύνολο των ωραίων ιδιοτήτων έδωσαν το όνομα σωφροσύνη.
— Η σωματική άσκηση είχε τεράστια σημασία και η έννοια της τελειότητος του σώματος, όπως αντικατοπτρίζεται στα αγάλματα και τα αγγεία, ελάμβανε διαστάσεις λατρείας. Τα γυμνάσια ήταν ένας από τούς κατ’ εξοχήν τόπους καθημερινής συναναστροφής, αλλά και πλοκής ερωτικών ειδυλλίων.
— Η ανώτατη τιμή για έναν αθλητή ήταν να νικήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι πόλεις αφιέρωναν αγάλματα στους ολυμπιονίκες τους, γκρέμιζαν μάλιστα συμβολικώς ένα μέρος του τείχους τους, για να εισέρθει ο ολυμπιονίκης στην πόλη επιστρέφοντας από τους αγώνες.
— Η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με την εργασία ήταν πολύ απλή: καμία σχέση. Ο Αριστοτέλης μάλιστα έδωσε και τη θεωρητική βάση αυτής της αντιλήψεως εξηγώντας ότι «ο ελεύθερος χρόνος είναι προϋπόθεση της πολιτισμένης ζωής». Ως εκ τούτου η έννοια που περιγράφουν οι σημερινές λέξεις σπατάλη χρόνου τους ήταν άγνωστη. Μάλλον δεν είναι συμπτωματικό ότι οι λέξεις δουλεία και δουλειά έχουν διαφορά μόνον ως προς την τονιζόμενη συλλαβή. Αυτό βέβαια ίσχυε για τους κατοίκους των πόλεων και μάλιστα για τους ευπορότερους εξ αυτών. Μια ματιά στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ιδίως στα χωρία τα σχετικά με τη ζωή των γεωργών της Αττικής (οι οποίοι σημειωτέον ήταν ελεύθεροι πολίτες), δείχνει ότι η ύπαρξη άφθονου ελεύθερου χρόνου για την ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα ήταν μάλλον το ιδεατό.
— Οι αρχαίοι έτρωγαν δύο φορές την ημέρα: ένα ελαφρύ γεύμα, γνωστό ως άριστον, και το δείπνον, που ήταν το κυρίως φαγητό τους. Προσοχή όμως: δεν έτρωγαν μόνο για να τραφούν. Το τραπέζι είχε ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, διότι το κύριο ζητούμενο ήταν οι συζητήσεις και η συντροφιά των συνδαιτυμόνων. — Οι αρχαίοι 'Έλληνες ήταν πολύ φιλόξενοι. Οποιοσδήποτε ξένος ήταν ευπρόσδεκτος και εθεωρείτο πρόσωπο Ιερό που απολάμβανε της προστασίας του Ξενίου Διός. Χαρακτηριστικότατες είναι οι περικοπές της Οδύσσειας στη ραψωδία α., όπου ο Τηλέμαχος φιλοξενεί την Θεά Αθηνά, και στη ραψωδία ε, κ. και έξ., όπου οι Φαίακες φιλοξενούν τον Οδυσσέα. Εξίσου χαρακτηριστική ως παράδειγμα προς αποφυγήν είναι και η περικοπή της ραψωδίας χ, όπου ο Κύκλωπας όχι μόνο δεν φιλοξενεί, αλλά καταβροχθίζει τους συντρόφους του Οδυσσέως. Η τύφλωσή του είναι η αναπόφευκτη τιμωρία για την ασέβεια του.
— Η φιλοξενία ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό: μόλις ένας ξένος έφθανε στα πρόθυρα της οικίας, ο οικοδεσπότης έσπευδε να τον υποδεχθεί αυτοπροσώπως. Του παρέθετε λουτρό, γεύμα και τον άφηνε να ξεκουραστεί. Κατόπιν, αν ο φιλοξενούμενος ήθελε, απαντούσε σε ερωτήσεις για την ταυτότητά του, την καταγωγή του, κλπ.
— Στους αρχαίους 'Έλληνες άρεσε επίσης να καλούν στο σπίτι τους για φαγητό τους φίλους τους και τους φίλους των φίλων τους. Αυτή η συνήθεια γέννησε μια ειδική κατηγορία προσκεκλημένων, τους παράσιτους (παρά + σίτος = σιτάρι, γενικώς σήμαινε φαγητό. Η λέξη προσέλαβε αργότερα αρνητική σημασία λόγω της καταχρήσεως αυτής της συνήθειας). Ο Πλούταρχος αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο θέμα «ως ποιό βαθμό μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς».
— Στο Συμπόσιον ο Πλάτων διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνος αποφάσισε να τον συνοδεύσει, αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στον δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και εισήρθε μόνος στην οικία του Αγάθωνος. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρέθηκε σε δύσκολη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοικτές και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθων τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικώς, μα δεν μπόρεσε να τον βρει. — Ο οικοδεσπότης ενός δείπνου έγραφε σε μια πινακίδα καλυμμένη με κερί τα ονόματα των προσκεκλημένων του, καθώς και την ημέρα και την ώρα του συμποσίου. Στη συνέχεια ένας δούλος έπαιρνε την πινακίδα και περιήρχετο τις οικίες των προσκεκλημένων. Η συνήθης ώρα προσελεύσεως ήταν η ενάτη βραδινή. — Μόλις οι προσκεκλημένοι έφθαναν στην οικία όπου ήταν καλεσμένοι, οι δούλοι τους έβγαζαν τα υποδήματα και τους έπλεναν τα πόδια.
— Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να τρώνε ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, ακουμπώντας στον έναν αγκώνα και χρησιμοποιώντας το ελεύθερο χέρι για να παίρνουν το φαγητό από ένα μικρό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά τους.
— Το φαγητό έπρεπε να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, διότι η λαιμαργία εθεωρείτο ελάττωμα. Αδιανόητο επίσης ήταν να τρώει κανείς μόνος του. Μόνον οι άφιλοι, αυτοί δηλαδή που δεν είχαν φίλους, είχαν αυτό το θλιβερό προνόμιο.
— Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια, που τα μετέδωσαν και στους Άραβες. Κουτάλια διέθεταν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμιού. Το κρέας το έπιαναν από το κόκκαλο, με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες, για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν από καλής ποιότητας δέρματα. Τα χέρια τους τα σκούπιζαν με ψίχα ψωμιού ή με μια ειδική ζύμη που τη ζύμωναν με τα δάκτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδιο.
— Στα δείπνα ή συμπόσια έπαιρναν μέρος μόνον οι άνδρες, γιατί η συζήτηση θα ήταν φιλοσοφική ή πολιτική, επομένους ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, η καθαρώς ανδρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι εταίρες.
— Στα οικογενειακά γεύματα η γυναίκα καθόταν σε σκαμνί, ενώ τα παιδιά εμφανίζονταν στα επιδόρπια και παρέμεναν όρθια η καθιστά, αναλόγως της ηλικίας τους και των συνηθειών της οικογένειας.
— Το αγαπημένο ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν το κρασί. Το έπιναν μετά το φαγητό και πάντοτε ανακατεμένο με νερό. Παρ’ ότι διατείνονταν ότι έπρεπε να πίνει κανείς με μέτρο, λίγοι μπορούσαν να υπερηφανευτούν ότι ήταν σε θέση να σταθούν γερά στα πόδια τους μετά από ένα συμπόσιο.
— Επίσης τους άρεσε να κάνουν προπόσεις. Μία από αυτές που μας σώθηκαν λέει: «Υγεία, πιο σεβαστή από τους ευλογημένους Θεούς, είθε να ζω με σένα όλη την υπόλοιπη ζωή μου και είθε να είσαι ελεήμων συγκάτοικος του οίκου μου».
— Απεχθάνονταν τις θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι, ενώ διασκέδαζαν ιδιαιτέρως με τα αινίγματα. Όποιος δεν μπορούσε να απαντήσει τιμωρούνταν να πιει ένα κύπελλο κρασί.
— Ο οστρακισμός ήταν μια από τις σκληρές δοκιμασίες στις οποίες υπέβαλλαν οι Αθηναίοι αυτούς που αποκτούσαν φήμη, δόξα και πολιτική ισχύ και συνεπώς θα ήταν δυνατόν να υποκύψουν στον πειρασμό να καταλύσουν τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα. Η διαδικασία είχε ως εξής: Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να γράψει επάνω σ' ένα όστρακων (έτσι ονομαζόταν το θραύσμα πήλινου σκεύους· από εδώ και το όνομα αυτής της διαδικασίας) το όνομα του ανθρώπου που είχε προταθεί να εξοριστεί. Στη συνέχεια το εναπόθετε σ’ έναν περιφραγμένο χώρο στην αγορά. Εκεί οι άρχοντες έκαναν την καταμέτρηση και όποιος είχε τις περισσότερες ψήφους καταδικάζονταν σε δέκα έτη εξορίας. Σε μια τέτοια ψηφοφορία σταμάτησε ένας αγράμματος Αθηναίος τον Αριστείδη και χωρίς να τον γνωρίζει προσωπικώς, του ζήτησε να γράψει επάνω στο όστρακο το όνομα «Αριστείδης». Έκπληκτος ο πολιτικός τον ρώτησε αν ο Αριστείδης του είχε κάνει κακό. «Κανένα» απάντησε εκείνος «αλλά έχω βαρεθεί να ακούω διαρκώς ο Δίκαιος, ο Δίκαιος».
— Οι μορφές των νεκρών ήταν σκαλισμένες σε επιτύμβιες στήλες και τα λόγια τους σε επιγραφές. Όλοι έδειχναν νέοι και ωραίοι, μιας και κανένας Έλληνας δεν θα τοποθετούσε στα μνημεία των προγόνων του μια στήλη με μορφή άρρωστου ή γέρου. Οι απόγονοι έπρεπε να βλέπουν τους αγαπημένους τους νεκρούς έτσι όπως έδειχναν στα καλύτερα χρόνια της ζωής τους. Οι άνδρες παριστάνονταν με συνοδεία από νεαρούς δούλους.
— Επάνω από μερικούς τάφους, ψηλές λήκυθοι ανήγγειλαν σιωπηρός ότι κάτω απ' αυτές κείτονται τα λείψανα νέων αγοριών ή κοριτσιών, που πέθαναν πριν προφθάσουν να δουν την ημέρα του γάμου τους. Με αυτές τις ληκύθους έφερναν νερό από τη θαυμαστή βρύση Καλλιρρόη για τον εξαγνισμό των γαμπρών πριν από τον γάμο.
— Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν σύνδεσμο με τους νεκρούς συγγενείς τους καθώς είτε τους έθαβαν στο χωράφι τους, είτε τους αποτέφρωναν για τη μεταθανάτια ζωή τους. Σε μια ελληνορθόδοξη κηδεία συμβαίνουν σήμερα παραπλήσια πράγματα. Έχει σημασία το ότι η λέξη κηδεία, πού χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει τα της ταφής, κυριολεκτικώς σημαίνει φροντίδα.
Αντίθετα με το χρηστιανικό πολιτισμό, που μας ενθαρρύνει να παρουσιάζουμε σφιγμένα χείλη μπροστά στην απώλεια ενός ανθρώπου μας, ο Ελληνικός πολιτισμός όχι μόνο ανεχόταν, αλλά προσδοκούσε πολύ επιδεικτικές εκδηλώσεις θλίψεως. Υπάρχουν συχνές αναφορές στη λογοτεχνία για άνδρες και γυναίκες που ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, ξεσχίζουν τα ρούχα τους, χτυπούν και μωλωπίζουν τα στήθη τους, κυλιούνται στο χώμα και οδύρονται μέσα στη σκόνη και απέχουν από φαγητό και ποτό επί πολλές ήμερες. Έφερναν δηλαδή στην κηδεία τη δική τους προσωπική αίσθηση του πόνου και της ζωής. Αυτά ακριβώς κάνει και ο Αχιλλέας θρηνώντας τον θάνατο του Πατρόκλου στη γνωστή περικοπή από τη ραψωδία Σ της Ιλιάδας. Στην πραγματικότητα σκηνές πόνου και θλίψης εκτιλύσσονταν, όταν οι άνθρωποι πεθαίναν νέοι πριν προλάβουν να γευτούν τον έρωτα, τον γάμο και την τεκνοποίηση. Η κηδεία τους γινόνταν άμεσα και δεν προλάβαιναν οι θνητοί να συνειδητοποιήσουν το χαμό του αγαπημένου τους προσώπου. Υπενθυμίζεται ότι οι Έλληνες ζούσαν έντονα συναισθήματα και πεθαίναν νωρίς για να περάσουν στη μεταθανάτια ζωή τους. Ο μέσος όρος ζωής τους ήταν 16 χρόνια την περίοδο των πολέμων και 35 χρόνια την περίοδο ευημερίας. Μετά ξεκινούσε η περίοδος για τo μεταθανάτιο βίο, την μετεμψύχωση και την ξαναγέννησή τους.
«Τι να φορέσω;» Το ερώτημα έχει προκαλέσει κατάθλιψη σε άπειρες γυναίκες και σχιζοφρένεια σε σημαντικό αριθμό ανδρών που τις περιμένουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να αισθανθούμε άνετα με την αμφίεσή μας είναι να ρωτήσουμε τη γνώμη ενός κοντινού μας ανθρώπου.