Ορισμός παραφιλίας και κύριες μορφές
Mε τον όρο παραφιλία(ετυμολογία: παρά + φιλία) σημαίνει αντίθετο προς τη φιλία στην ψυχολογία και τη σεξολογία αναφέρεται μία σειρά από εκφράσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, που χαρακτηρίζεται από σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Η παραφιλία αφορά στις περισσότερες περιπτώσεις και στα τρία φύλα, στους άνδρες, στις γυναίκες και στους ερμαφρόδιτους.
Ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει μη κανονικές σεξουαλικές πρακτικές, χωρίς απαραίτητα να συνεπάγεται ότι είναι και λανθασμένες. Στην πραγματικότητα ο όρος επινοήθηκε για να αντικαταστήσει, σε μια πιο αυστηρή επιστημονική ταξινόμηση, τον παλιό ορισμό της σεξουαλικής διαστροφής ή σεξουαλικής απόκλισης, μεταξύ των οποίων και της ομαδικής συνουσίας.
Κλινικά έχουν αναγνωριστεί 8 μεγάλες μορφές παραφιλικής συμπεριφοράς. Οι παραφιλίες αφορούν τους θνητούς και όχι τα ανώτερα όντα που αποκαλούνται Θεοί στην Ελληνική και ξένη μυθολογία.
Παραφιλία θεωρείται οποιαδήποτε μορφή παρά φύσις διέγερση με σκοπό τη σεξουαλική εκτόνωση, που δεν επιτρέπεται από την σεξολογία που έδωσαν οι μύστες - μυημένοι στα αρχαία μυστήρια υπέρ της ανθρωπότητας.
Μορφές παραφιλίας
Κύριες παραφιλίες
Επιδειξιομανία: Τάση προς έκθεση των γεννητικών οργάνων προς ένα στοχευμένο πρόσωπο.
Εφαψιμανία: Η ανάγκη που οδηγεί στην αφή του σώματος ενός προσώπου, συνήθως παρά τη θέλησή του τελευταίου.
Ηδονοβλεψία: Διέγερση με την οπτική επαφή σεξουαλικής συνεύρεσης τρίτων προσώπων, κρυφά ή φανερά.
Παιδοφιλία ή παιδεραστία: Έλξη προς παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) προεφηβικής ηλικίας.
Παρενδυσία: Διέγερση και σεξουαλική ευχαρίστηση με την αμφίεση των ρούχων του αντίθετου φύλου.
Σεξουαλικός μαζοχισμός: Αναζήτηση αισθήματος πόνου ή ταπείνωσης.
Σεξουαλικός σαδισμός: Ανάγκη σεξουαλικής έκφρασης με πόνο ή εξευτελισμό προς τον / την σεξουαλικό σύντροφο.
Φετιχισμός: Χρησιμοποίηση αντικειμένων που δεν σχετίζονται άμεσα με τη σεξουαλικότητα (π.χ. παπούτσια, είδη ένδυσης κλπ.) ή τα μέρη του σώματος ενός ατόμου, ώστε να ενεργοποιηθεί η σεξουαλική διέγερση.