Ο οίνος
Ο οίνος ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, έρεε άφθονος. Όμως δεν έπιναν τον οίνο όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν). Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το οίνο, αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος.
Η σωστή αναλογία για τους ενήλικους ήταν ¾ ύδωρ και ¼ οίνο και για τους εφήβους 4/5 ύδωρ και 1/5 οίνο. Το ύδωρ, ανάλογα με την εποχή ήταν χλιαρό ή κρύο. Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια. Τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε κατά τη μεταφορά τους μέσα σε άχυρα. Βεβαίως ο παγωμένος οίνος ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο ο οίνος αλλά και το νερό. Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στους οίνους τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνα. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα». Ακόμη, έφτιαχναν τον οίνο με διαφορετικούς τρόπους, από τους σημερινούς, γεγονός που δείχνει πόσο εξελίχθηκε με τα χρόνια η παρασκευή του οίνου. Ο τρύγος λοιπόν γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι.
Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει
πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν. Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε ο οίνος ψηνόταν καλύτερα. Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν. Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό Θεό του κεφιού.
Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής οίνου. Για να διατηρήσουν το μούστο όμως, έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά. Στις νήσους Ρόδο και Κω έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι ο οίνος που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολος στη χώνεψη. Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), εκπροσωπείται από το Θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό.
Στην αρχαία Ελλάδα τα γνωστότερα είδη οίνου ήταν πέντε. Ο λευκός, ο ροζέ, ο κιτρινωπός, ο μαύρος και ο κόκκινος οίνος.
Ο λευκός οίνος ήταν ο ελαφρύτερος, αρκετά χωνευτικός και διουρητικός, ο ροζέ εύγεστος, ο κιτρινωπός, προς το ξανθός, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ ο μαύρος και ο κόκκινος, που συνήθως είχε γλυκιά γεύση, ήταν και ο πιο περιζήτητος. Φυσικά οι παλιοί αμφορείς ήταν και οι καλύτεροι, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιός είναι ο οίνος, τόσο πιο χωνευτικός και ελαφρύς είναι. Το μυστικό για τη διατήρησή του, ήταν να φυλάσσεται σε απόλυτο σκοτάδι, είτε βρισκόταν σε βαρέλι είτε σε αμφορέα. Αυτό καθιστά τις σημερινές φιάλες οίνου ως περιττές, καθώς το γυαλί απορροφά φως και αλλοιώνει τη γεύση του οίνου. Η σημερινή σαμπάνια (γαλλικά Champagne) από το ομώνυμο χωριό της Καμπανίας της Γαλλίας, ονομαζόταν στην Ελληνική διάλεκτο «αφρώδης οίνος» και οι αρχαίοι τον προτιμούσαν να είναι από πράσινο σταφύλι.
Η αγάπη των αρχαίων για τον οίνο ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. Συγκεκριμένα πριν από το δείπνο ή το γεύμα, οι αρχαίοι ανακάτευαν τον οίνο με το νερό σ’ ένα μεγάλο αγγείο, τον κρατήρα. Οι δούλοι έπαιρναν τον οίνο απ’ τον κρατήρα με μακριές κουτάλες, πήλινες, ξύλινες ή μεταλλικές, αλλά και με μια κανάτα μπορούσαν να γεμίσουν τα κύπελλα ή τα ποτήρια των καλεσμένων τους, σε ένα τραπέζι. Ο οίνος ήταν τόσο αγαπητός στους αρχαίους που χρησίμευε στις σπονδές και στις διάφορες θρησκευτικές τελετές τους. Μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως ο οίνος ήταν πράγματι το θεϊκό ποτό, που αντιπροσώπευε τους αρχαίους Έλληνες, αφού ήταν απαραίτητος για τη ζωή τους.