Δήμος Ελευσίνας
Ο Δήμος της Ελευσίνος, ένας από τους σημαντικότερους της Αττικής, κατελάμβανε την ράχη των ορίων της πεδιάδας που είναι γνωστή ως «Θριάσιον» ή «Ράριον πεδίον», που απλώνεται στις ακτές ενός εκτεταμένου κόλπου σε απόσταση 21 περίπου χιλιομέτρων δυτικά της Αθηνάς, με την οποία επικοινωνούσε μέσω της Ιεράς Οδού. Οι απαρχές του ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 3.000-2.000 π.Χ.), οπότε χρονολογούνται τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης του χώρου, ο οποίος συνέχισε να χρησιμοποιείται αδιαλείπτως εφεξής καθ’ όλη την διάρκεια της αρχαιότητας.
Στο ανατολικό άκρο του δήμου εκτεινόταν το πανελλήνιας ακτινοβολίας ιερό της μυστηριακής λατρείας της Θεάς Δήμητρος, η οποία εισήχθη στην Ελευσίνα το 1409 π.Χ. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Θεά Δήμητρα, αναζητώντας την κόρη της Θεά Περσεφόνη, την οποία είχε απαγάγει και οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο ο Θεός Άδης (Πλούτων), έφθασε στην περιοχή, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις της βασιλικής οικογένειας της Ελευσίνος και αναγνωρίσθηκε ως Θεά. Η Δήμητρα δίδαξε – καθώς λέγεται – στους ντόπιους κατοίκους τα μυστικά της καλλιέργειας της γης και παρήγγειλε στον βασιλέα να της χτίσει ένα ιερό στο παρακλάδι μιας προεξοχής του βράχου. Έκτοτε η παρουσία της συνδέθηκε άρρηκτα με την γονιμότητα της γης και με την Ελευσίνα, όπου εγκαθιδρύθηκε μόνιμα πλέον η λατρεία της. Οι ιεροτελεστίες που διεξάγονταν προς τιμήν της ήταν ανάλογες με αυτές που αποτείνονταν στους υπόλοιπους Ολύμπιους Θεούς και είχαν άκρως μυστικιστικό χαρακτήρα· σε αυτές μετείχαν αποκλειστικά και μόνο οι μυημένοι, ενώ το αντίτιμο για όποιον τυχόν φανέρωνε τα εκεί τεκταινόμενα μυστήρια ήταν ο θάνατος. Χαρακτηριστικό ως προς αυτά είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την ακριβή φύση αυτών των τελετών και για τις λατρευτικές διαδικασίες που ακολουθούνταν.
Μολονότι έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα της Εποχής του Χαλκού εντός του τεμένους, τα πρωιμότερα σημάδια λατρευτικής δραστηριότητας τοποθετούνται στον 8ο αι. π.Χ. και συνίστανται σε αναθηματικές προσφορές και σωρούς τέφρας (στάχτης) προερχόμενης από θυσίες. Από την ίδρυσή του και εξής, το ιερό παρέμεινε ζωντανό για περισσότερο από μία χιλιετία, μέχρι την καταστροφή του από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 395 μ.Χ.
Έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η Ελευσίνα και η ευρύτερη περιοχή της είχαν περιέλθει εξ’ ολοκλήρου στα χέρια των Αθηναίων, οι οποίοι ακολούθως απέκτησαν πλήρη έλεγχο του ιερού. Τότε οικοδομήθηκε το εστιακό σημείο αναφοράς της λατρείας, ο κεντρικός θάλαμος (Τελεστήριον) που αφιερώθηκε στην Θεά Δήμητρα, παίρνοντας την μορφή μεγάλης τετραγωνικής αίθουσας από κυανόχρωμο ελευσινιακό αβεστόλιθο με στέγη στηριζόμενη από εσωτερικούς κίονες, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περνώντας από οκτώ ή εννέα διαφορετικές οικοδομικές φάσεις μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ. Στους χρόνους των Πεισιστρατιδών (δ΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.) το τέμενος περιβλήθηκε από μεγάλο οχυρωματικό τείχος, που γνώρισε επίσης διάφορες οικοδομικές φάσεις στη συνέχεια, προκειμένου να προφυλάξει την Ελευσίνα από ενδεχόμενες επιθέσεις των μακροχρόνιων εχθρών των Αθηναίων που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη της Πελοποννήσου (Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες).
Μετά το πέρας των Περσικών Πολέμων, το τέμενος επεκτάθηκε προς νότον, ενώ ο περίβολος του πρώιμου 5ου αι. π.Χ. προεκτάθηκε για την καλύτερη τείχισή του. Στα χρόνια του Κίμωνος (β΄ τέταρτο 5ου αι. π.Χ.) αποδίδονται ίσως μία ακόμα από τις πολλές φάσεις του Τελεστηρίου καθώς και μία εκ των φάσεων του οχυρωματικού περιβόλου. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της Αθήνας από τον Περικλή (γ΄ τέταρτο 5ου αι. π.Χ.), το Τελεστήριο ανοικοδομήθηκε λαμβάνοντας τεράστιες διαστάσεις και ενσωματώνοντας στο τετράγωνο σχήμα του τον προγενέστερο λατρευτικό θάλαμο. Ένα μνημειακό μαρμάρινο προσθώο προστέθηκε στην ανατολική πρόσοψή του μέσα στον 4ο αι. π.Χ. (πιθανόν να άρχισε στη δεκαετία του 350 και να ολοκληρώθηκε από τον Λυκούργο μετά το 330 π.Χ.). Η ακρόπολη στα δυτικά του Τελεστηρίου περιτειχίσθηκε επίσης, με συνέπεια η Ελευσίς να αποτελέσει ένα από τα σπουδαιότερα και ισχυρότερα φρούρια της Αττικής τουλάχιστον από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής.
Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, η Ελευσίς – όπως και η Αθήνα – έγινε αποδέκτης της εύνοιας των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίοι, ως γνωστόν, είχαν μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια και μερίμνησαν για την ευημερία της περιοχής. Πολλά από τα λείψανα που διατηρούνται στις μέρες μας ανήκουν σε μνημεία που χρονολογούνται από τον 1ο αι. π.Χ., όπως λόγου χάρη το λεγόμενο εσωτερικό πρόπυλο βορείως του Τελεστηρίου, έως τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ., οπότε ανεγέρθη ακόμα βορειότερα το εξώτερο (μεγαλύτερο) πρόπυλο, που κατηύθυνε τον επισκέπτη στον προαύλιο χώρο όπου βρίσκονταν ο ναός της Αρτέμιδος Προπυλαίας και η πηγή με το «Καλλίχορον φρέαρ» (πηγάδι).