Στην αρχαία Αθήνα όσους αρνούνταν να στρατευτούν, τους ριψάσπιδες (ρίπτω την ασπίδα) τούς φορούσαν γυναικεία ρούχα, τούς περιέφεραν στην πόλη και τους διαπόμπευαν μέχρι εσχάτης ξεφτίλας. Οι λιποτάκτες χαρακτηρίζονταν «άτιμοι» – και τα τέκνα τους κληρονομούσαν το στίγμα- δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ήταν ηθικά εκμηδενισμένοι, αξιοκαταφρόνητοι. Είναι γνωστός ο όρκος των Αθηναίων εφήβων: «Ου καταισχύνω τα όπλα…. αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων, και μόνος και μετά πολλών, και την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…».
Για την Σπάρτη ήταν αδιανόητη η αποφυγή στράτευσης. Οι δειλοί ανασκολπίζονταν (θάνατος με παλούκωμα).
Στα «αποφθέγματα Λακαινών» του Πλούταρχου διασώζεται το εξής:
«Η Δαμάτρια, ακούγοντας πως ο γιος της ήταν δειλός και ανάξιος της, όταν αυτός έφτασε, τον σκότωσε. Το επίγραμμα στον τάφο της είναι το εξής: τον παραβάντα νόμους Δαμάτριον έκτανε (=σκότωσε) μήτηρ, η Λακεδαιμονία τον Λακεδαιμόνιον». (εκδ. «Κάκτος», σελ. 227).
Αυτά στην αρχαία εποχή όπου η φιλοπατρία και η ανδρεία ήταν αρετές και αξίες. Για τους αρχαίους η αξία ενός άνδρα συμπυκνώνεται στην περίφημη ομηρική φράση: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ενώ «της δειλίας αισχρά γίγνεται τέκνα», η δειλία, η λιποταξία, γεννοβολά αισχρά τέκνα.