Μοίρες
Οι Μοίρες, οντότητες της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας, παριστάνονταν συνήθως ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας το πόσο μικρή και αδύναμη μπορεί αυτή να είναι.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ (συμβολίζει και το παρόν), γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεσις (το παρελθόν), μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα (εξού και λαχείο). Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος (το μέλλον), κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Παίρνουν την δύναμή τους από τον Δία. ο οποίος για το λόγο αυτό καλείται και «Μοιραγέτης». Στις Μοίρες υπακούουν μέχρι και οι Θεοί, οι οποίοι έχουν όμως τη δύναμη να την αλλάζουν. Μια αλλαγή τέτοια όμως θα διατάρασσε την αρμονία του σύμπαντος κόσμου.
Στον Ησίοδο οι Μοίρες είναι κόρες της Νύχτας ή του Δία και της Θέμιδας. Στα ομηρικά έπη παρουσιάζονται ως μία και μόνη: η «Αίσα ή Μοίρα», η οποία είναι σύνθρονη του Δία και δίνει σε κάθε θνητό το μερίδιό του από τις χαρές και τις λύπες, ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Συχνά οι αρχαίοι Έλληνες τη Μοίρα, την Αίσα, την Ειμαρμένη ή την Ανάγκη, την έβαζαν πάνω και από τους Θεούς. Ο Πίνδαρος πρόσθεσε στις τρεις Μοίρες την Τύχη, που θεωρεί μάλιστα ότι έχει μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες αδελφές της. Αλλά την αρχική τριάδα ξανασυναντάμε και αργότερα στον Πλάτωνα που στο έργο του Πολιτεία τις ονομάζει κόρες της Ανάγκης και τις παρουσιάζει καθισμένες σε ένα θρόνο, η καθεμιά τους με χιτώνες λευκούς και στεφάνια στο κεφάλι τους να συνοδεύουν με τη φωνή τους την Αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες. Επίσης είναι κριτές στο παλάτι του Θεού Άδη.
Η λέξη «μοίρα» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι< μοιράζω, είναι δηλαδή το «μερίδιο», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου.
Πηγή: Wikipedia.org