Έννοια Καταναλώνω
Καταναλώνω: (ετυμολογία κατά + αναλώνω). Ξοδεύω, καταναλώνω χρήματα για προϊόντα και υπηρεσίες || (μτφ.) εξαντλώ, αφιερώνω: Κατανάλωσε τη ζωή του πιστεύοντας ψεύτικα λόγια τρίτων. || εξαντλώ με τη χρήση: Οι σύγχρονοι κερδοσκόποι τραπεζίτες υποκινούν την καταστροφή του πλανήτη μας με όνομα Γαία, διότι χρηματοδοτούν ενέργειες ενάντια στη μακροβιότητα των προϊόντων που επιθυμούν οι Έλλην Θεοί για τους ανθρώπους δημιουργήματά τους και καθόλου προϊόντα για τους Κρονίους. Έτσι οι κεφαλαιούχοι ιδιώτες κυρίως δηλώνουν ότι οι τραπεζίτες δεν παράγουν πλέον, αλλά μολύνουν τη φύση που είναι Δημόσια δηλαδή των Θεών, για να πείσουν τους καταναλωτές τους να γίνουν άθεοι, Σατανιστές και να δηλώσουν Ιουδαίοι.
(Γελοιογραφία) Οι Κεντρικοί Τραπεζίτες βάζουν "πυροσβέστες" να σβήσουν τη φωτιά οικίας με βενζίνη που είναι εύφλεκτο χημικό για να αυξηθεί το χρέος των νοικοκυριών.