Αρβανίτες

Αρβανίτες.

Οι Αρβανίτες (Αρβανίτικα: Arbëreshë ή Αρbε̰ρεσ̈ε̰) είναι πληθυσμιακή ομάδα της Ελλάδας, τα μέλη της οποίας μιλούν τα Αρβανίτικα, μία μίξη Αρχαίας Ελληνικής, Τουρκικής, Αλβανικής γλώσσας. Κατάγονται από πληθυσμούς οι οποίοι μετακινήθηκαν κυρίως στη νότια και κεντρική Ελλάδα από την σημερινή Βόρεια Ήπειρο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ιδίως μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα λόγω διάφορων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής.

Αρβανίτες.

Η κάθοδος των αρβανίτικων φύλων στον ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα και σταματάει περίπου το 1600, έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κεντρική περιοχή της σημερινής Αλβανίας και ως τόπο αρχικής εγκατάστασης την Θεσσαλία γύρω στο 1325. Μία άποψη ως προς τον δρόμο που ακολούθησαν είναι ότι διέσχισαν την άνω λεκάνη του Αλιάκμονα και διαμέσου Κορυτσάς, Καστοριάς και Γρεβενών έφτασαν στον Θεσσαλικό κάμπο. Άλλη άποψη υποστηρίζει την κάθοδό τους μέσω των Ιωαννίνων στην Αιτωλοακαρνανία και τη μετακίνησή τους από εκεί στην Θεσσαλία.

Οι Αρβανίτες είναι στην πλειονότητα τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και ανέκαθεν ήταν δίγλωσσοι. Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, έχει κοινή προέλευση με την επίσημη Αλβανική και έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Ελληνική γλώσσα με την οποία έχει έρθει σε επαφή, από τα Λατινικά και από τα Σλαβικά. Η γλώσσα πλέον βρίσκεται σε παρακμή, εν μέρει εξαιτίας της μετακίνησης των Αρβανιτών από τα χωριά τους στις ελληνόφωνες πόλεις.

Αρβανίτες.

Οι περισσότεροι Αρβανίτες ήρθαν στην Ελλάδα από τους Βυζαντινούς χρόνους καθώς τους έστελνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να αλλοιωθεί η φυλετική ομοιογένεια των Βυζαντινών Επαρχιών. Από εκεί προκύπτει και ο όρος Τουρκαλβανοί. Οι Αρβανίτες δεν έχουν Ελληνική ιθαγένεια, διότι δεν έχουν όλους τους προγόνους τους Έλληνες. Άρα όσοι έχουν Ελληνική υπηκοότητα δεν ισχύει στα πλαίσια του Έθνους-κράτους που μας δίδαξαν οι αρχαίοι μας Έλληνες πρόγονοι.

Οι Αρβανίτες έχουν ελεγχθεί από ανθρωπολόγους γενετιστές του Ευρωστρατού και έχουν παραφυσικό γονιδίωμα μη ανθρώπινο που τους καθιστά μεταλλαγμένους.