WikipediaΤο gadget που προσθέσατε δεν είναι έγκυρο Φιλοσοφικά ΡητάΕυγενείς ΤέχνεςΤο gadget που προσθέσατε δεν είναι έγκυρο Διαστημόπλοιο ΓαίαΔεν ήταν δυνατή η εύρεση της διεύθυνσης URL της προδιαγραφής gadget | Κατόζω: (ετυμολογία κατά + όζω). Αναδίδω κακήν οσμήν. Συνήθως λέγεται για χώρο που παρουσιάζει υπερσυγκέντρωση βακτηριδίων υπέργεια στα πρώην πόσιμα ύδατα ή υπογείως στις αποχετεύσεις λόγω υπερπληθυσμού θνητών στις πόλεις. Κάτοιδα: κατήδη, γνωρίζω καλώς, εννοώ, γνωρίζω εξ όψεως, αναγνωρίζω Κατοίκησις, -εως, η: το κατοικείν, διαμονή Κατοικία: τόπος διαμονής, αγροκήπιον, κατοικία, αποικία. Στην κορυφή του όρους Ολύμπου, κατοικούν οι αιώνιοι, αθάνατοι, οι Ολύμπιοι Θεοί. (Ανάλυσις: Αυτό σημαίνει ότι οι ανώτεροι Θεοί κατοικούν στις κορυφές των ορέων και κατά τα φαινόμενα παλαιότερα ζούσαν κάπου χαμηλότερα υψομετρικά και μετά κατοίκησαν στα σημεία όπου άνηκαν στους Πρωτόγενους Τιτάνες, στα Όρη, απογόνους της Γαίας που τα γέννησε χωρίς ερωτική επαφή. Οι θνητοί δεν επιτρέπεται να κατοικούν σε κορυφές, ούτε στην αίγλη των βουνών). Παράγωγο: Κατοίκισης, -εως, η: ίδρυση αποικίας ή πολιτείας, ομοίως: Κατοικίζω: στέλλω ή βάλλω να κατοικήση, τοποθετώ ως αποίκους, ιδρύω αποικίαν, πληρώ ανθρώπων ωσαύτως αποκαθιστώ εις την παλαιάν πατρίδα. Κατοικισμός: οικοδομώ επί τίνος, καταλαμβάνω τη φύση των Θεών, ώστε σπαταλώ εις οικοδομάς, κλείω δι’οικοδομών. Κατοικτείρω: αισθάνομαι πολύ οίκτον, συμπάθεια, λύπην Κατοικτίζω: αισθάνομαι οίκτον, κινώ τον οίκτον, θρηνώ δι’εμαυτόν, εκφέρω θρήνους Κατοιμώζω: θρηνώ, στενάζω Κάτοινος: (ετυμολογία: κατά + οίνος), μεθυσμένος, ο βάρβαρος θνητός όταν η μέθη επαναλαμβάνεται Κατοίχομαι: έχω απέλθει κάτω εις τον Άδην, έχω αποθάνει Κατοκνέω: λίαν οκνώ, διστάζω εκ φόβου, εξ οκνηρίας, αποφεύγω, διστάζων απέχω, φοβούμαι |
Τρόπος Ζωής > Έννοιες Σημαντικών Λέξεων >